- λιθόστρωτος
- -η, -οστρωμένος με πέτρες: Μας εντυπωσίασαν οι λιθόστρωτες αυλές του χωριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιθόστρωτος — paved with stones masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθόστρωτος — η, ο (AM λιθόστρωτος, ον) ο επιστρωμένος με πέτρες («πρὸς λιθόστρωτον κόρης νυμφεῑον... είσεβαίνομεν», Σοφ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιθόστρωτο δρόμος στρωμένος με ακανόνιστες πέτρες, καλντερίμι αρχ. 1. ο επιστρωμένος με ψηφιδωτό ή με μωσαϊκό… … Dictionary of Greek
λιθόστρωτον — λιθόστρωτος paved with stones masc/fem acc sg λιθόστρωτος paved with stones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοστρώτοιο — λιθόστρωτος paved with stones masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοστρώτοις — λιθόστρωτος paved with stones masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοστρώτου — λιθόστρωτος paved with stones masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοστρώτους — λιθόστρωτος paved with stones masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοστρώτῳ — λιθόστρωτος paved with stones masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθόστρωτα — λιθόστρωτος paved with stones neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθόστρωτοι — λιθόστρωτος paved with stones masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)